- ζαρίφης
- ο , ζαρίφισσα η1) элегантный, изящный человек; элегантная, изящная женщина; 2) деликатный, изысканно-вежливый человек, деликатная, изысканно-вежливая женщина
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ζαρίφης — Επώνυμο εθνικών ευεργετών και αγωνιστών. 1. Αθανάσιος. Αγωνιστής του 1821, από τη Λιβαδειά. Δραστήριος Φιλικός, όταν άρχισε η προπαρασκευή του Αγώνα, εργάστηκε με εξαιρετικό ζήλο και μεγάλη δραστηριότητα. Στη Βοιωτία μύησε πολλούς στο έργο της… … Dictionary of Greek
Ζαρίφης, Νικόλαος — (Φιλιππούπολη, Ανατολική Ρωμυλία 1884 – 1959). Εκπαιδευτικός και δημοσιογράφος. Υπηρέτησε ως δάσκαλος στα ελληνικά σχολεία της ιδιαίτερης πατρίδας του έως το 1906. Αφοσιώθηκε έπειτα στη δημοσιογραφία ως διευθυντής της εφημερίδας Ειδήσεις του… … Dictionary of Greek
Giorgos Viziinos — (Bidsi, 1849 Atenas, 1896) (en griego:Γεώργιος Βιζυηνός; en transcripción española fonética, Yorgos Bidsinós) (Poeta, narrador e intelectual griego, considerado uno de los principales representantes de la literatura griega moderna. Biografía… … Wikipedia Español
ζαρίφικος — η, ο [ζαρίφης] 1. αυτός που φέρεται με κομψό τρόπο 2. (για πράγμα) κομψό, καλοδουλεμένο … Dictionary of Greek
ζαριφλίκι — το [ζαρίφης] 1. κομψοτέχνημα 2. κομψότητα … Dictionary of Greek
Βιζυηνός, Γεώργιος — (Βιζύη, Θράκη 1849 – Αθήνα 1896).Ποιητής, πεζογράφος και λόγιος. Τραγική φυσιογνωμία, γεννήθηκε σε μια πολύ φτωχή οικογένεια, που την χτύπησε ο θάνατος. Έμαθε τα πρώτα γράμματα στο χωριό του με πολλές διακοπές. Σε ηλικία 10 ετών άρχισε η… … Dictionary of Greek
Ζαριφόπουλος — I Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821, από την Πάτρα. 1. Αναστάσιος. Καταγόταν από την Πάτρα και ήταν έμπορος στην Οδησσό. Το 1819 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και επέστρεψε στη γενέτειρά του με σκοπό να την προετοιμάσει για τον ξεσηκωμό. Όταν… … Dictionary of Greek